πρωτομαρτιάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτομαρτιάτικος < Πρωτομαρτιά + -ιάτικος
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτομαρτιάτικος, -η, -ο
- ο αναφερόμενος ή σχετικός με την Πρωτομαρτιά
- πρωτομαρτιάτικο έθιμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτομαρτιάτικος
|