πρωτοπαρουσιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
πρωτοπαρουσιασμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πρωτοπαρουσιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοπαρουσιασμένος
|