πρωτοπορεία
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πρωτοπορείᾱ | αἱ | πρωτοπορεῖαι |
| γενική | τῆς | πρωτοπορείᾱς | τῶν | πρωτοπορειῶν |
| δοτική | τῇ | πρωτοπορείᾳ | ταῖς | πρωτοπορείαις |
| αιτιατική | τὴν | πρωτοπορείᾱν | τὰς | πρωτοπορείᾱς |
| κλητική ὦ! | πρωτοπορείᾱ | πρωτοπορεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρωτοπορείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρωτοπορείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτοπορεία θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση της ομάδας 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)