πρωτοσέλιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοσέλιδο < ουδέτερο του πρωτοσέλιδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτοσέλιδο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πρωτοσέλιδος, πρώτος και σελίδα