πρωτοσέλιδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτοσέλιδος, -η, -ο
- που καταλαμβάνει την πρώτη σελίδα ενός εντύπου
- πρωτοσέλιδη είδηση
- (ουσιαστικοποιημένο) πρωτοσέλιδο: αυτό που βρίσκεται στην πρώτη σελίδα ή η ίδια η πρώτη σελίδα ενός εντύπου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πρωτοσέλιδα
- πρωτοσέλιδο
- → δείτε τις λέξεις πρώτος και σελίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοσέλιδος
|