πρωτοστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτοστάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρωτοστάτης < πρωτο- + στα- + -της
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.toˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐στά‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτοστάτης αρσενικό
- που πρωτοστατεί, που ηγείται και εμπνέει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πρωτοστᾰτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | πρωτοστάτης | οἱ | πρωτοστάται | |
γενική | τοῦ | πρωτοστάτου | τῶν | πρωτοστατῶν | |
δοτική | τῷ | πρωτοστάτῃ | τοῖς | πρωτοστάταις | |
αιτιατική | τὸν | πρωτοστάτην | τοὺς | πρωτοστάτᾱς | |
κλητική ὦ! | πρωτοστάτᾰ | πρωτοστάται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρωτοστάτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πρωτοστάταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτοστάτης [ᾰ] αρσενικό
- πρώτος σε ιεραρχική σειρά, στη θέση, ειδικά σε στρατιωτική διάταξη
- ⮡ οἱ πρωτοστάται (άνδρες στην πρώτη γραμμή)
- (ελληνιστική σημασία)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις πρῶτος, στάσις και ἵστημι
Πηγές
[επεξεργασία]- πρωτοστάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρωτοστάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της, αρσενικό (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)