πρωτοτυπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοτυπία < μεσαιωνική ελληνική πρωτοτυπία < πρωτότυπος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική originalité)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτοτυπία θηλυκό
- το να είναι κάποιος πρωτότυπος, η ιδιότητα του πρωτότυπου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοτυπία