Μετάβαση στο περιεχόμενο

πρωτοφανής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοφανής η πρωτοφανής το πρωτοφανές
      γενική του πρωτοφανούς* της πρωτοφανούς του πρωτοφανούς
    αιτιατική τον πρωτοφανή την πρωτοφανή το πρωτοφανές
     κλητική πρωτοφανή(ς) πρωτοφανής πρωτοφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοφανείς οι πρωτοφανείς τα πρωτοφανή
      γενική των πρωτοφανών των πρωτοφανών των πρωτοφανών
    αιτιατική τους πρωτοφανείς τις πρωτοφανείς τα πρωτοφανή
     κλητική πρωτοφανείς πρωτοφανείς πρωτοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτοφανής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτοφανής < πρωτο- + -φανής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.to.faˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρωτοφανής

Επίθετο

[επεξεργασία]

πρωτοφανής, -ής, -ές

  1. που συμβαίνει για πρώτη φορά
    παράδειγμα  Η κακοκαιρία αναμένεται να είναι πρωτοφανής.
     συνώνυμα: πρωτόγνωρος, πρωτόφαντος, χωρίς προηγούμενο, πρωτοείδωτος
  2. που προκαλεί κατάπληξη και δυσαρέσκεια
    παράδειγμα  Το έγκλημα είναι πρωτοφανές στα χρονικά.
     συνώνυμα: ανήκουστος, χωρίς προηγούμενο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρωτοφανής τὸ πρωτοφανές
      γενική τοῦ/τῆς πρωτοφανοῦς τοῦ πρωτοφανοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πρωτοφανεῖ τῷ πρωτοφανεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρωτοφαν τὸ πρωτοφανές
     κλητική ! πρωτοφανές πρωτοφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρωτοφανεῖς τὰ πρωτοφαν
      γενική τῶν πρωτοφανῶν τῶν πρωτοφανῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πρωτοφανέσ(ν) τοῖς πρωτοφανέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πρωτοφανεῖς τὰ πρωτοφαν
     κλητική ! πρωτοφανεῖς πρωτοφαν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πρωτοφανεῖ τὼ πρωτοφανεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πρωτοφανοῖν τοῖν πρωτοφανοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτοφανής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρωτο- + -φανής

Επίθετο

[επεξεργασία]

πρωτοφανής, -ής, -ές

  • που εμφανίζεται για πρώτη φορά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις πρῶτος και φαίνομαι