πρωτοχρονιάτικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοχρονιάτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρωτοχρονιάτικος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτοχρονιάτικο ουδέτερο
- λαχείο που η κλήρωσή του γίνεται ανήμερα ή την παραμονή της Πρωτοχρονιάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοχρονιάτικο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πρωτοχρονιάτικο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πρωτοχρονιάτικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρωτοχρονιάτικος