πρωτοϊταλική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωτοϊταλική ουδέτερο πληθυντικός
- (γλώσσα) υποθετικός κοινός πρόγονος των Ιταλικών Γλωσσών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουσιαστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πρωτοϊταλική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πρωτοϊταλικός