πρωτόβγαλτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτόβγαλτος η πρωτόβγαλτη το πρωτόβγαλτο
      γενική του πρωτόβγαλτου της πρωτόβγαλτης του πρωτόβγαλτου
    αιτιατική τον πρωτόβγαλτο την πρωτόβγαλτη το πρωτόβγαλτο
     κλητική πρωτόβγαλτε πρωτόβγαλτη πρωτόβγαλτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτόβγαλτοι οι πρωτόβγαλτες τα πρωτόβγαλτα
      γενική των πρωτόβγαλτων των πρωτόβγαλτων των πρωτόβγαλτων
    αιτιατική τους πρωτόβγαλτους τις πρωτόβγαλτες τα πρωτόβγαλτα
     κλητική πρωτόβγαλτοι πρωτόβγαλτες πρωτόβγαλτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτόβγαλτος < (πρωτοβγάζω) πρωτοβγαλ- + -τος. Πρόθημα πρωτό-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoɾˈto.vɣal.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

πρωτόβγαλτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]