πρωτόλειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτόλειος η πρωτόλεια το πρωτόλειο
      γενική του πρωτόλειου της πρωτόλειας του πρωτόλειου
    αιτιατική τον πρωτόλειο την πρωτόλεια το πρωτόλειο
     κλητική πρωτόλειε πρωτόλεια πρωτόλειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτόλειοι οι πρωτόλειες τα πρωτόλεια
      γενική των πρωτόλειων των πρωτόλειων των πρωτόλειων
    αιτιατική τους πρωτόλειους τις πρωτόλειες τα πρωτόλεια
     κλητική πρωτόλειοι πρωτόλειες πρωτόλεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτόλειος < πρωτόλειο

Επίθετο[επεξεργασία]

πρωτόλειος -α, -ο (λόγιο)

  • που έχει τα χαρακτηριστικά του πρωτόλειου
    Για δε τη δυσκολία πρόσβασης στις αίθουσες φταίει (...) η πρωτόλεια εμφάνιση αρκετών ταινιών μας, που δεν καταφέρνουν να αρθρώσουν στοιχειώδη κινηματογραφικό αφηγηματικό λόγο (Παύλος Κάγιος, εφ. Τα Νέα, 20/1/2003)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτόλειος < (αρχαία ελληνική) πρωτόλειον

Επίθετο[επεξεργασία]

πρωτόλειος -α, -ον