πρόβειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόβειος η πρόβεια το πρόβειο
      γενική του πρόβειου της πρόβειας του πρόβειου
    αιτιατική τον πρόβειο την πρόβεια το πρόβειο
     κλητική πρόβειε πρόβεια πρόβειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόβειοι οι πρόβειες τα πρόβεια
      γενική των πρόβειων των πρόβειων των πρόβειων
    αιτιατική τους πρόβειους τις πρόβειες τα πρόβεια
     κλητική πρόβειοι πρόβειες πρόβεια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
Σε λόγιες εκφράσεις, προφέρεται ως προπαροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόβειος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πρόβειος < αρχαία ελληνική προβάτειος < πρόβατον [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾo.vʝos/ (με συνίζηση')
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐βειος
ΔΦΑ : /ˈpɾo.vi.os/ (σπάνια, σε λόγιες εκφράσεις, χωρίς συνίζηση')
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐βει‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

πρόβειος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόβειος: λέξη σε πάπυρο του 7ου αιώνα (ή παλιότερη) < αρχαία ελληνική προβάτειος < πρόβατον (< προβαίνω < πρό + βαίνω) πιθανόν από αμάρτυρο τύπο *πρόβ(α) (με πληθυντικό: πρόβατα) + -ειος[1][2]

Επίθετο[επεξεργασία]

πρόβειος

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ.371 Τόμος 17ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.