πρόγευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόγευμα τα προγεύματα
      γενική του προγεύματος των προγευμάτων
    αιτιατική το πρόγευμα τα προγεύματα
     κλητική πρόγευμα προγεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόγευμα < μεσαιωνική ελληνική πρόγευμα < πρό + γεύμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ʝev.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόγευμα ουδέτερο

  1. το πρωινό γεύμα
     συνώνυμα: πρωινό
  2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παίρνεται το πρόγευμα(1) καθώς και η όλη διαδικασία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]