πρόγκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόγκα | οι | πρόγκες |
γενική | της | πρόγκας | των | (προγκών) |
αιτιατική | την | πρόγκα | τις | πρόγκες |
κλητική | πρόγκα | πρόγκες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόγκα < σλαβικής προέλευσης поруга (pôruɡa: λοιδορώ, χλευάζω, εμπαίζω) < по- + ругати < πρωτοσλαβική *rǫgati (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόγκα θηλυκό
- (οικείο) χλευασμός, αποδοκιμασία, πείραγμα (συνήθως με έντονο τρόπο ή ύφος)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόγκα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)