πρόκομμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρόσκομμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόκομμα τα προκόμματα
      γενική του προκόμματος των προκομμάτων
    αιτιατική το πρόκομμα τα προκόμματα
     κλητική πρόκομμα προκόμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόκομμα < ελληνιστική κοινή πρόκομμα[1] < αρχαία ελληνική προκόπτω < πρό + κόπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόκομμα ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πρόκομμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.