πρόκυψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόκυψη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόκυψη θηλυκό

  1. (διεθν: emergence/émergence) η εμφάνιση ανώτερων ιδιοτήτων από λειτουργικά οργανωμένο συνδυασμό συστατικών
  2. το να ξεπροβάλλει κάποιος ή κάτι
  3. το να ξεπροβάλλει βρέφος κατά τον τοκετό
  4. η προσκύνηση
  5. ο αυτοκρατορικός θρόνος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]