πρόμυτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόμυτα < μεσαιωνική ελληνική
Επίρρημα[επεξεργασία]
πρόμυτα
- (καθαρεύουσα) μπρούμυτα
- Κατὰ τὴν λειτουργίαν, ἤπλωνα χαμαὶ τὸ χράμι, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενὴς πρόμυτα, διὰ νὰ περάσουν τὰ ἅγια ἀπὸ ἐπάνω της. (Γεώργιος Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόμυτα
→ δείτε τη λέξη μπρούμυτα |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πρόμυτα