Μετάβαση στο περιεχόμενο

πρόνοια

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόνοια οι πρόνοιες
      γενική της πρόνοιας των προνοιών
    αιτιατική την πρόνοια τις πρόνοιες
     κλητική πρόνοια πρόνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόνοια < πρόνους < πρό- + νοῦς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɾo.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόνοια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρόνοια θηλυκό

  1. η φροντίδα που υπάρχει εκ των προτέρων για την κάλυψη αναγκών ή την αντιμετώπιση κινδύνων
     συνώνυμα: μέριμνα
     αντώνυμα: απροβλεψία, απρονοησία
  2. η σύνεση
  3. η μέριμνα, ιδίως αυτή που εκδηλώνεται οργανωμένα και δημόσια, προς ανθρώπους που έχουν ανάγκη
  4. (ιστορία) η έκταση γης που παραχωρούσε ο βυζαντινός αυτοκράτορας σε στρατιωτικούς ως ανταπόδοση στις υπηρεσίες τους
  5. (κυπριακά στον πληθυντικό}} οι πρόνοιες: η πρόβλεψη του νόμου, του Συντάγματος κ.λπ.
  6. οι όροι μιας συμφωνίας
    η εταιρεία είχε εκφράσει ενστάσεις για πρόνοιες που περιλαμβάνονταν στα κείμενα της συμφωνίας αγοραπωλησίας

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόνοια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρόνοια < πρόνους < πρό- + νοῦς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρόνοια θηλυκό



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόνοι αἱ πρόνοιαι
      γενική τῆς προνοίᾱς τῶν προνοιῶν
      δοτική τῇ προνοί ταῖς προνοίαις
    αιτιατική τὴν πρόνοιᾰν τὰς προνοίᾱς
     κλητική ! πρόνοι πρόνοιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προνοί
γεν-δοτ τοῖν  προνοίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόνοια < πρόνους, πρόνοος < πρό- + νοῦς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρόνοια θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]