πρόνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόνοια | οι | πρόνοιες |
γενική | της | πρόνοιας | των | προνοιών |
αιτιατική | την | πρόνοια | τις | πρόνοιες |
κλητική | πρόνοια | πρόνοιες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόνοια < αρχαία ελληνική πρόνοια < πρό + νοῦς (3.(σημασιολογικό δάνειο) γαλλική providence)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόνοια θηλυκό
- η φροντίδα που υπάρχει εκ των προτέρων για την κάλυψη αναγκών ή την αντιμετώπιση κινδύνων
- ≈ συνώνυμα: μέριμνα
- ≠ αντώνυμα: απροβλεψία, απρονοησία
- σύνεση
- η μέριμνα, ιδίως αυτή που εκδηλώνεται οργανωμένα και δημόσια, προς ανθρώπους που έχουν ανάγκη
- (ιστορία) έκταση γης που παραχωρούσε ο βυζαντινός αυτοκράτορας σε στρατιωτικούς ως ανταπόδοση στις υπηρεσίες τους
- (κυπριακά), πληθυντικός η πρόβλεψη του νόμου, του Συντάγματος κ.λπ.
- οι όροι μιας συμφωνίας
- η εταιρεία είχε εκφράσει ενστάσεις για πρόνοιες που περιλαμβάνονταν στα κείμενα της συμφωνίας αγοραπωλησίας
[επεξεργασία]
- προνοιακός
- προνοιάριος
- → δείτε τις λέξεις προ και νους
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόνοια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Κυπριακή διάλεκτος