πρόπλασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόπλασμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρόπλασμα[1] Μορφολογικά αναλύεται σε πρό- + ‑πλασμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.pla.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐πλα‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόπλασμα ουδέτερο
- το πλαστικό πρότυπο, το υπόδειγμα
- το ομοίωμα ή το υπόδειγμα αγάλματος από γύψο ή πηλό
- ※ Ὁ Πραξιτέλης πρὶν ἢ πλάσῃ καλλιμάρμαρον τὴν Ἀφροδίτην του κατεσκεύασε πρότερον τὸ πρόπλασμα αὐτῆς ἐκ πηλοῦ.
- η μακέτα, η αναπαράσταση σε μικρογραφία συνήθως αρχιτεκτονικού ή μηχανικού έργου (δηλαδή σε διαφορετική κλίμακα, σπάνια σε μεγέθυνση)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόπλασμα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πρόπλασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)