πρόπολις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
προπολῐ- προπολε-
ονομαστική πρόπολῐς αἱ προπόλεις
      γενική τῆς προπόλεως τῶν προπόλεων
      δοτική τῇ προπόλει ταῖς προπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόπολῐν τὰς προπόλεις
     κλητική ! πρόπολῐ προπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προπόλει
γεν-δοτ τοῖν  προπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόπολις < προ- + πόλις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόπολις θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]