πρόσθιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόσθιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσθιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόσθιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πρόσθιο