πρόσκληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσκληση οι προσκλήσεις
      γενική της πρόσκλησης* των προσκλήσεων
    αιτιατική την πρόσκληση τις προσκλήσεις
     κλητική πρόσκληση προσκλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόσκληση < αρχαία ελληνική πρόσκλησις < προσκαλέω < πρός + καλέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική invitation)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόσκληση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]