πρόστρατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόστρατος < προ + στρατός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόστρατος αρσενικό

  • (ναυτικός όρος): αυτός που κατατάσσεται στις ένοπλες δυνάμεις και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία πριν να κληθεί η κλάση του.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]