πρόσφορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόσφορος η πρόσφορη το πρόσφορο
      γενική του πρόσφορου της πρόσφορης του πρόσφορου
    αιτιατική τον πρόσφορο την πρόσφορη το πρόσφορο
     κλητική πρόσφορε πρόσφορη πρόσφορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόσφοροι οι πρόσφορες τα πρόσφορα
      γενική των πρόσφορων των πρόσφορων των πρόσφορων
    αιτιατική τους πρόσφορους τις πρόσφορες τα πρόσφορα
     κλητική πρόσφοροι πρόσφορες πρόσφορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόσφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσφορος < προσφέφω, πρόσ- + φορ- (φέρω) + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾo.sfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐σφο‐ρος
παλιότερος συλλαβισμός: πρόσ‐φο‐ρος

Επίθετο[επεξεργασία]

πρόσφορος, -η, -ο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις προσφέρω και φέρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρόσφορος τὸ πρόσφορον
      γενική τοῦ/τῆς προσφόρου τοῦ προσφόρου
      δοτική τῷ/τῇ προσφόρ τῷ προσφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρόσφορον τὸ πρόσφορον
     κλητική ! πρόσφορε πρόσφορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρόσφοροι τὰ πρόσφορ
      γενική τῶν προσφόρων τῶν προσφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς προσφόροις τοῖς προσφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προσφόρους τὰ πρόσφορ
     κλητική ! πρόσφοροι πρόσφορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσφόρω τὼ προσφόρω
      γεν-δοτ τοῖν προσφόροιν τοῖν προσφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόσφορος < προσφέφω, πρόσ- + φορ- (φέρω) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

πρόσφορος, -ος, -ον

  1. χρήσιμος για κάτι, επωφελής
  2. κατάλληλος, που αρμόζει
  3. άξιος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις προσφέρω και φέρω

Πηγές[επεξεργασία]