πρόσχωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσχωμα < αρχαία ελληνική πρόσχωμα < προσχώννυμι < πρός + χώννυμι / χόω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσχωμα ουδέτερο
- το χώμα ή όποιο άλλο γαιώδες υλικό σωρεύεται από τις προσχώσεις αλλά και η έκταση που αυτό καλύπτει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη προσχώνω