πρόφαση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόφαση | οι | προφάσεις |
γενική | της | πρόφασης* | των | προφάσεων |
αιτιατική | την | πρόφαση | τις | προφάσεις |
κλητική | πρόφαση | προφάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προφάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾo.fa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐φα‐ση
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- πρόφαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόφα(σις) + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόφαση θηλυκό
- η ψεύτικη δικαιολογία
- ⮡ Βρήκε μια πρόφαση για να τη συναντήσει.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- πρόφαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσικός όρος όπως η αγγλική prophase < pro- (< αρχαία ελληνική πρό) + phase (< αρχαία ελληνική φάσις). Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + φάση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόφαση θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- πρόφαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρόφαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)