Μετάβαση στο περιεχόμενο

πρόφαση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόφαση οι προφάσεις
      γενική της πρόφασης* των προφάσεων
    αιτιατική την πρόφαση τις προφάσεις
     κλητική πρόφαση προφάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προφάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɾo.fa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόφαση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
πρόφαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόφα(σις) + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρόφαση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
πρόφαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσικός όρος όπως η αγγλική prophase < pro- (< αρχαία ελληνική πρό) + phase (< αρχαία ελληνική φάσις). Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + φάση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρόφαση θηλυκό

  • (βιολογία) το πρώτο στάδιο διαίρεσης του πυρήνα των ευκαρυωτικών κυττάρων, που συμβαίνει μία φορά στη μίτωση και δύο φορές στη μείωση