πρόφαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόφαση | οι | προφάσεις |
γενική | της | πρόφασης* | των | προφάσεων |
αιτιατική | την | πρόφαση | τις | προφάσεις |
κλητική | πρόφαση | προφάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προφάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόφαση < αρχαία ελληνική πρόφασις < πρoφαίνω
- πρόφαση < προ + φάση (διεθνής βιολογικός όρος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόφαση θηλυκό
- η ψεύτικη δικαιολογία
- βρήκε μια πρόφαση για να τη συναντήσει
- (βιολογία): το πρώτο στάδιο διαίρεσης του πυρήνα των ευκαρυωτικών κυττάρων, που συμβαίνει μία φορά στη μίτωση και δύο φορές στη μείωση.