πρόωρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρόωρος | η | πρόωρη | το | πρόωρο |
| γενική | του | πρόωρου | της | πρόωρης | του | πρόωρου |
| αιτιατική | τον | πρόωρο | την | πρόωρη | το | πρόωρο |
| κλητική | πρόωρε | πρόωρη | πρόωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρόωροι | οι | πρόωρες | τα | πρόωρα |
| γενική | των | πρόωρων | των | πρόωρων | των | πρόωρων |
| αιτιατική | τους | πρόωρους | τις | πρόωρες | τα | πρόωρα |
| κλητική | πρόωροι | πρόωρες | πρόωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόωρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρόωρος < πρό- + αρχαία ελληνική ὥρ(α) + -ος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική précoce, prémature. Παραβάλετε άωρος.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾo.o.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐ω‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]πρόωρος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- πρόωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρόωρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πρόωρος | τὸ | πρόωρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | προώρου | τοῦ | προώρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | προώρῳ | τῷ | προώρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πρόωρον | τὸ | πρόωρον | ||
| κλητική ὦ! | πρόωρε | πρόωρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πρόωροι | τὰ | πρόωρᾰ | ||
| γενική | τῶν | προώρων | τῶν | προώρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | προώροις | τοῖς | προώροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | προώρους | τὰ | πρόωρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πρόωροι | πρόωρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προώρω | τὼ | προώρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προώροιν | τοῖν | προώροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόωρος (ελληνιστική κοινή) < πρό- + αρχαία ελληνική ὥρ(α) + -ος. Παραβάλετε ἂωρος.
Πηγές
[επεξεργασία]- πρόωρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (ελληνιστική κοινή)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)