Μετάβαση στο περιεχόμενο

πρόωρος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόωρος η πρόωρη το πρόωρο
      γενική του πρόωρου της πρόωρης του πρόωρου
    αιτιατική τον πρόωρο την πρόωρη το πρόωρο
     κλητική πρόωρε πρόωρη πρόωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόωροι οι πρόωρες τα πρόωρα
      γενική των πρόωρων των πρόωρων των πρόωρων
    αιτιατική τους πρόωρους τις πρόωρες τα πρόωρα
     κλητική πρόωροι πρόωρες πρόωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόωρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρόωρος < πρό- + αρχαία ελληνική ὥρ(α) + -ος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική précoce, prémature. Παραβάλετε άωρος.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɾo.o.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόωρος

Επίθετο

[επεξεργασία]

πρόωρος, -η, -ο

  • που γίνεται πριν την ώρα του
    παράδειγμα  πρόωρος τοκετός, πρόωρη γήρανση, πρόωρη εκσπερμάτιση/εκσπερμάτωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις προ και ώρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρόωρος τὸ πρόωρον
      γενική τοῦ/τῆς προώρου τοῦ προώρου
      δοτική τῷ/τῇ προώρ τῷ προώρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρόωρον τὸ πρόωρον
     κλητική ! πρόωρε πρόωρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρόωροι τὰ πρόωρ
      γενική τῶν προώρων τῶν προώρων
      δοτική τοῖς/ταῖς προώροις τοῖς προώροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προώρους τὰ πρόωρ
     κλητική ! πρόωροι πρόωρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προώρω τὼ προώρω
      γεν-δοτ τοῖν προώροιν τοῖν προώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόωρος (ελληνιστική κοινή) < πρό- + αρχαία ελληνική ὥρ(α) + -ος. Παραβάλετε ἂωρος.


(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα