πρόωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόωση οι προώσεις
      γενική της πρόωσης* των προώσεων
    αιτιατική την πρόωση τις προώσεις
     κλητική πρόωση προώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόωση < αρχαία ελληνική πρόωσις < προωθέω / προωθῶ < ὠθέω / ὠθῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόωση θηλυκό

  • (λόγιο) προώθηση
    Ναυπηγημένο το 2009, το Viking Lady είναι εξοπλισμένο με το υβριδικό σύστημα πρόωσης εδώ κι ένα χρόνο. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]