πρώτος αριθμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρώτος αριθμός → δείτε τις λέξεις πρώτος, αριθμός και πρωταριθμία
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πρώτος αριθμός αρσενικό
- ένας φυσικός αριθμός μεγαλύτερος της μονάδας με την ιδιότητα οι μόνοι φυσικοί διαιρέτες του να είναι η μονάδα και ο εαυτός του
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρώτος αριθμός