πρῴην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρώην

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρῴην < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

πρῴην

  1. πρόσφατα, πριν από λίγο
  2. προχθές, μέχρι πρότινος (κυριολεκτικά: πριν από το χθες)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]