πτέραρχος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πτέραρχος | οι | πτέραρχοι |
γενική | του/της του |
πτεράρχου πτέραρχου |
των | πτεράρχων & πτέραρχων |
αιτιατική | τον/την | πτέραρχο | τους/τις τους |
πτεράρχους πτέραρχους |
κλητική | πτέραρχε | πτέραρχοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πτέραρχος < πτερ(όν) + -αρχος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wing commander [1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpte.ɾaɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτέ‐ραρ‐χος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτέραρχος αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) ανώτατος βαθμός πολεμικής αεροπορίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πτέραρχος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πτέραρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βιομήχανος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αρχος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)