πτίλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτίλο τα πτίλα
      γενική του πτίλου των πτίλων
    αιτιατική το πτίλο τα πτίλα
     κλητική πτίλο πτίλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτίλο < πτίλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτίλο ουδέτερο

  • το πούπουλο, το μαλακό χνουδωτό φτερό των πτηνών φυόμενο κάτω από τα μεγάλα φτερά, δηλαδή το πούπουλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]