πταισματοδίκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πταισματοδίκης < πταίσματ(ος) + -ο- + -δίκης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pte.zma.toˈði.cis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πταισματοδίκης αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πταισματοδικείο
- → δείτε τις λέξεις πταίσμα και δίκη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πταισματοδίκης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δίκης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)