πτηνό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πτηνό | τα | πτηνά |
γενική | του | πτηνού | των | πτηνών |
αιτιατική | το | πτηνό | τα | πτηνά |
κλητική | πτηνό | πτηνά | ||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτηνό < αρχαία ελληνική πτηνόν < πέτομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτηνό ουδέτερο
- το πτηνό και στον πληθυντικό τα πτηνά, είναι είδος ωοτόκου σπονδυλωτού ζώου με δύο πόδια, ράμφος και φτερά
- οι Νήσοι των Πτηνών είναι τα νησιά Άβες (Aves) και το ομώνυμο αρχιπέλαγος στην Καραϊβική
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]