πτυχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτυχή οι πτυχές
      γενική της πτυχής των πτυχών
    αιτιατική την πτυχή τις πτυχές
     κλητική πτυχή πτυχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτυχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτυχή[1] < πτύσσω (διπλώνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ptiˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτυ‐χή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πτυχή θηλυκό

  1. η αναδίπλωση μιας επιφάνειας ώστε (σχεδόν) να ακουμπήσει η μία πλευρά της στην άλλη. Η κάμψη ενός ελαστικού υλικού, όπως το ύφασμα, ή σκληρού, όπως του γήινου φλοιού (όταν αυτός υφίσταται τεράστιες πιέσεις και κάμπτεται).
    • ⮡  οι πτυχές (και πτυχώσεις) του εδάφους, οι γκρεμοί, τα φαράγγια, η χαράδρες
    • ⮡  η πτυχή της φούστας
  2. (μεταφορικά) πλευρά ή όψη ενός γεγονότος, ιστορίας ή θέματος
    • ⮡  αυτό αποτελεί μια αθέατη πτυχή του προβλήματος
    • ⮡  η συνέντευξη φώτισε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του
    • ⮡  η έρευνα φανέρωσε μια σκοτεινή πτυχή της προσωπικότητάς του
  3. (γεωλογία) ειδική δομή (κατηγοριοποιείται ανάλογα με το μηχανισμό γένεσής της π.χ. γνήσια ή μη γνήσια πτυχή)
  4. (ανατομία) αναδίπλωση του δέρματος ή εσωτερικού οργάνου
    • ⮡  οι φωνητικές πτυχές
    • ⮡  η αυχενική πτυχή
    • ⮡  η νηστιδοδωδεκαδακτυλική πτυχή
  5. (πληθυντικός) οι μορφές της τέχνης
    • ⮡  «ύμνων πτυχαί» λέγονταν παλαιότερα οι διάφορες μορφές ποίησης

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • αθέατη πτυχή
  • άγνωστη πτυχή
  • καινούρια πτυχή
  • κρυφή πτυχή
  • σκοτεινή πτυχή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]