πτωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτωτικός | η | πτωτική | το | πτωτικό |
γενική | του | πτωτικού | της | πτωτικής | του | πτωτικού |
αιτιατική | τον | πτωτικό | την | πτωτική | το | πτωτικό |
κλητική | πτωτικέ | πτωτική | πτωτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτωτικοί | οι | πτωτικές | τα | πτωτικά |
γενική | των | πτωτικών | των | πτωτικών | των | πτωτικών |
αιτιατική | τους | πτωτικούς | τις | πτωτικές | τα | πτωτικά |
κλητική | πτωτικοί | πτωτικές | πτωτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτωτικός < αρχαία ελληνική πτωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πτωτικός