πτωχαλαζών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτωχαλαζών < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πτωχαλαζών, μορφολογικά αναλύεται πτωχ- + ἀλαζών

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτωχαλαζών αρσενικό

  • (παρωχημένο) ο πτωχαλαζόνας
    (καθαρεύουσα)Εἶχε κατέλθει μετὰ πολλὰ ἔτη, νοσταλγὸς ἐξ Ἀθηνῶν, ὅπου συνήθως διέτριβεν ἀσχολούμενος εἰς ἔργα οὐχὶ παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Ἦτο ὑψηλός, ὑπερτριακοντούτης, μὲ μαύρην κόμην καὶ γένειον, μελαψός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, πενιχρὸς τὴν ἀναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων ἀλλοκότους ἰδέας. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Οι Χαλασοχώρηδες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πτωχᾰλαζων-, πτωχᾰλαζον-
ονομαστική / πτωχαλαζών οἱ/αἱ πτωχαλαζόνες
      γενική τοῦ/τῆς πτωχαλαζόνος τῶν πτωχαλαζόνων
      δοτική τῷ/τῇ πτωχαλαζόν τοῖς/ταῖς πτωχαλαζόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πτωχαλαζόν τοὺς/τὰς πτωχαλαζόνᾰς
     κλητική ! πτωχαλαζών πτωχαλαζόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτωχαλαζόνε
γεν-δοτ τοῖν  πτωχαλαζόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτωχαλαζών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πτωχ- + ἀλαζών

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτωχαλαζών, -όνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • πτωχαλαζόνας
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 17 230c, @perseus.tufts.edu
    οἶδα δὲ κἀγώ τινα πολίτην ἡμέτερον πτωχαλαζόνα, ὃς δραχμῆς ἔχων τὰ πάντα ἀργυρώματα ἐβόα καλῶν τὸν οἰκέτην ἕνα ὄντα καὶ μόνον, ὀνόμασι δὲ χρώμενον ψαμμακοσίοις «παῖ Στρομβιχίδη, μὴ τῶν χειμερινῶν ἀργυρωμάτων ἡμῖν παραθῇς, ἀλλὰ τῶν θερινῶν».

Πηγές[επεξεργασία]