πτωχαλαζών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτωχαλαζών < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πτωχαλαζών, μορφολογικά αναλύεται πτωχ- + ἀλαζών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτωχαλαζών αρσενικό
- (παρωχημένο) ο πτωχαλαζόνας
- (καθαρεύουσα)Εἶχε κατέλθει μετὰ πολλὰ ἔτη, νοσταλγὸς ἐξ Ἀθηνῶν, ὅπου συνήθως διέτριβεν ἀσχολούμενος εἰς ἔργα οὐχὶ παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Ἦτο ὑψηλός, ὑπερτριακοντούτης, μὲ μαύρην κόμην καὶ γένειον, μελαψός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, πενιχρὸς τὴν ἀναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων ἀλλοκότους ἰδέας. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Οι Χαλασοχώρηδες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτωχαλαζών
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πτωχαλαζών - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πτωχᾰλαζων-, πτωχᾰλαζον- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | πτωχαλαζών | οἱ/αἱ | πτωχαλαζόνες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | πτωχαλαζόνος | τῶν | πτωχαλαζόνων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | πτωχαλαζόνῐ | τοῖς/ταῖς | πτωχαλαζόσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πτωχαλαζόνᾰ | τοὺς/τὰς | πτωχαλαζόνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πτωχαλαζών | πτωχαλαζόνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτωχαλαζόνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πτωχαλαζόνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτωχαλαζών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πτωχ- + ἀλαζών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτωχαλαζών, -όνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- πτωχαλαζόνας
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 17 230c, @perseus.tufts.edu
- οἶδα δὲ κἀγώ τινα πολίτην ἡμέτερον πτωχαλαζόνα, ὃς δραχμῆς ἔχων τὰ πάντα ἀργυρώματα ἐβόα καλῶν τὸν οἰκέτην ἕνα ὄντα καὶ μόνον, ὀνόμασι δὲ χρώμενον ψαμμακοσίοις «παῖ Στρομβιχίδη, μὴ τῶν χειμερινῶν ἀργυρωμάτων ἡμῖν παραθῇς, ἀλλὰ τῶν θερινῶν».
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6, 17 230c, @perseus.tufts.edu
Πηγές[επεξεργασία]
- πτωχαλαζών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με πρόθημα πτωχ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κανών' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κανών' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κανών' κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά κοινού γένους οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα πτωχ- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αθήναιο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)