πτωχυμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτωχυμένος η πτωχυμένη το πτωχυμένο
      γενική του πτωχυμένου της πτωχυμένης του πτωχυμένου
    αιτιατική τον πτωχυμένο την πτωχυμένη το πτωχυμένο
     κλητική πτωχυμένε πτωχυμένη πτωχυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτωχυμένοι οι πτωχυμένες τα πτωχυμένα
      γενική των πτωχυμένων των πτωχυμένων των πτωχυμένων
    αιτιατική τους πτωχυμένους τις πτωχυμένες τα πτωχυμένα
     κλητική πτωχυμένοι πτωχυμένες πτωχυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτωχυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πτωχαίνω και πτωχεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

πτωχυμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]