Μετάβαση στο περιεχόμενο

πτύσσω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτύσσω < *πτύχ-jω < αρχαϊκός πληθυντικός πτύχες του πτύξ[1] < αβέβαιης ετυμολογίας

πτύσσω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

νέα ελληνικά: -πτυγμα, -πτυξη   Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-πτυγμα»
  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-πτυξη»

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.