πτώμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πτώμα | τα | πτώματα |
γενική | του | πτώματος | των | πτωμάτων |
αιτιατική | το | πτώμα | τα | πτώματα |
κλητική | πτώμα | πτώματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτώμα < αρχαία ελληνική πτῶμα < ρίζα πτω- του ρήματος πίπτω που συναντάται στον παρακείμενο πέ-πτω-κα και σε άλλα ομόρριζα (π.χ. πτῶσις)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώμα ουδέτερο
- το σώμα ενός νεκρού, ιδίως η σορός κάποιου που έχασε τη ζωή του με βίαιο τρόπο
- (σε σχήμα υπερβολής) κάποιος εξουθενωμένος από την κούραση
- είμαι πτώμα από την κούραση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- θα περάσεις πάνω από το πτώμα μου: δεν θα σου επιτρέψω να κάνεις κάτι, θα προβάλλω σθεναρή αντίσταση
- πατώ επί πτωμάτων: είμαι αδίστακτος, κάνω τα πάντα για να εξυπηρετήσω το προσωπικό μου συμφέρον χωρίς να λογαριάζω ηθικές αρχές και τις συνέπειες που θα προκαλέσω σε άλλους ανθρώπους