πτώμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πτῶμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτώμα τα πτώματα
      γενική του πτώματος των πτωμάτων
    αιτιατική το πτώμα τα πτώματα
     κλητική πτώμα πτώματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτώμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτῶμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpto.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτώ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώμα ουδέτερο

  1. το σώμα ενός νεκρού, ιδίως η σορός κάποιου που έχασε τη ζωή του με βίαιο τρόπο
  2. (σε σχήμα υπερβολής) κάποιος εξουθενωμένος από την κούραση
    Είμαι πτώμα από την κούραση.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]