πυελοκυστίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυελοκυστίτιδα < πύελος + κύστις + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυελοκυστίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή της νεφρικής πυέλου και της ουροδόχου κύστεως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυελοκυστίτιδα
|