πυελοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυελοσκόπηση | οι | πυελοσκοπήσεις |
γενική | της | πυελοσκόπησης | των | πυελοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | πυελοσκόπηση | τις | πυελοσκοπήσεις |
κλητική | πυελοσκόπηση | πυελοσκοπήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυελοσκόπηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυελοσκόπηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυελοσκόπηση
|