πυκνά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πυκνά < πυκνός
Επίρρημα[επεξεργασία]
πυκνά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πυκνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πυκνό