πυκνά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυκνά < πυκνός

Επίρρημα[επεξεργασία]

πυκνά

  1. με μεγάλη πυκνότητα
  2. συχνά πυκνά: αρκετά ή πολύ συχνά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πυκνά