πυκνοκατοικημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνοκατοικημένος η πυκνοκατοικημένη το πυκνοκατοικημένο
      γενική του πυκνοκατοικημένου της πυκνοκατοικημένης του πυκνοκατοικημένου
    αιτιατική τον πυκνοκατοικημένο την πυκνοκατοικημένη το πυκνοκατοικημένο
     κλητική πυκνοκατοικημένε πυκνοκατοικημένη πυκνοκατοικημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνοκατοικημένοι οι πυκνοκατοικημένες τα πυκνοκατοικημένα
      γενική των πυκνοκατοικημένων των πυκνοκατοικημένων των πυκνοκατοικημένων
    αιτιατική τους πυκνοκατοικημένους τις πυκνοκατοικημένες τα πυκνοκατοικημένα
     κλητική πυκνοκατοικημένοι πυκνοκατοικημένες πυκνοκατοικημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυκνοκατοικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πυκνοκατοικούμαι <πυκνο- (< πυκνός / πυκνά) + κατοικημένος

Μετοχή[επεξεργασία]

πυκνοκατοικημένος, -η, -ο

  • που έχει πολύ και πυκνό πληθυσμό· που χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό κατοίκων ανά μονάδα έκτασης
    το Χονγκ Κονγκ είναι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις του κόσμου και πολλοί κάτοικοί του ζουν κυριολεκτικά σε κλουβιά

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]