πυκνοκατοικημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυκνοκατοικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πυκνοκατοικούμαι <πυκνο- (< πυκνός / πυκνά) + κατοικημένος
Μετοχή[επεξεργασία]
πυκνοκατοικημένος, -η, -ο
- που έχει πολύ και πυκνό πληθυσμό· που χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό κατοίκων ανά μονάδα έκτασης
- το Χονγκ Κονγκ είναι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις του κόσμου και πολλοί κάτοικοί του ζουν κυριολεκτικά σε κλουβιά