πυλωρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πυλωρός | οι | πυλωροί |
γενική | του | πυλωρού | των | πυλωρών |
αιτιατική | τον | πυλωρό | τους | πυλωρούς |
κλητική | πυλωρέ | πυλωροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυλωρός < αρχαία ελληνική πυλωρός < πύλη + ὁράω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυλωρός αρσενικό
- φύλακας, θυρωρός
- (ιατρική) το τελευταίο τμήμα του στομάχου, πριν την είσοδο της τροφής στο δωδεκαδάκτυλο
- εσφαλμένη γραφή για το ναυτιλιακό όργανο πελόρους (αγγλ. pelorus)