πυλωτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυλωτή | οι | πυλωτές |
γενική | της | πυλωτής | των | πυλωτών |
αιτιατική | την | πυλωτή | τις | πυλωτές |
κλητική | πυλωτή | πυλωτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυλωτή < (άμεσο δάνειο) γαλλική pilotis (πάσσαλος, πιλοτή), με παρετυμολόγηση από το πύλ(η) + -ωτή[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυλωτή θηλυκό
- άλλη γραφή του πιλοτή
- Η πολυκατοικία της γιαγιάς μου δεν έχει πυλωτή και αναγκάζεται να αφήνει το αμάξι της μακριά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυλωτή
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πιλοτή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας