πυνθάνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυνθάνομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

πυνθάνομαι

  1. ρωτώ, ζητώ να μάθω
  2. εξετάζω
  3. μαθαίνω, πληροφορούμαι
  4. ακούω

Πηγές[επεξεργασία]