Μετάβαση στο περιεχόμενο

πυορροώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυορροώ < αρχαία ελληνική πῠορροέω / πυορροῶ

πυορροώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]