πυοσφαίριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυοσφαίριο τα πυοσφαίρια
      γενική του πυοσφαιρίου
πυοσφαίριου
των πυοσφαιρίων
    αιτιατική το πυοσφαίριο τα πυοσφαίρια
     κλητική πυοσφαίριο πυοσφαίρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυοσφαίριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυοσφαίριο ουδέτερο

  • νεκρό λευκό αιμοσφαίριο που περιέχεται στο πύον και που αποτελεί κύριο συστατικό του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]